ἐπενείματο

ἐπενείματο
ἐπινέμω
allot
aor ind mid 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐπενείματ' — ἐπενείματο , ἐπινέμω allot aor ind mid 3rd sg ἐπενείματε , ἐπινέμω allot aor ind act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοριστία — ἡ, Α η τάση τού να δίνει κανείς ορισμούς («ἐπεὶ καὶ τοῡτον τὸν ἄνδρα... τὸ τῆς φιλοριστίας ἐπενείματο νόσημα», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + οριστία (< ὁριστός < ὁρίζω), πρβλ. ἀ οριστία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”